- κυφότητα
- η (AM κυφότης, -ητος) [κυφός]1. η ιδιότητα τού κυφού2. ιατρ. η ραχιτική παραμόρφωση, η κύφωση τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα(μσν. -αρχ.) η στρογγυλότητα («ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.